Η ανασκαφική έρευνα στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου έφερε στο φως λείψανα θεάτρων, τα οποία μαζί με την αγορά συγκροτούσαν το πολιτικό κέντρο των Ηπειρωτικών πόλεων από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., όταν οι Ηπειρώτες εγκατέλειψαν τον “κατά κώμας” βίον και σχημάτισαν οικιστικές μονάδες ως κέντρα των τοπικών “Κοινών”. Το θεατρικό οικοδόμημα ενταγμένο στον πολεοδομικό ιστό των πόλεων συμπλήρωνε τους δημόσιους χώρους συνάθροισης των πολιτών. Παράλληλα, η διασπορά των θεατρικών οικοδομημάτων μαρτυρούσε για τη μεγάλη διάδοση του δραματικού λόγου και στα Ηπειρωτικά φύλα. Βραβευμένα θεατρικά έργα παρουσιάσθηκαν σε όλη την Ελληνική επικράτεια χωρίς απαραίτητα να συνδέονται με τη Διονυσιακή λατρεία, αλλά οπωσδήποτε με αναφορά σε κάποια θεότητα, όπως στη Δωδώνη, όπου οι παραστάσεις δίνονταν προς τιμήν του Ναΐου Δία.
Η ορεινή και “τραχεία” Ήπειρος ήταν γή κτηνοτροφική με κατάλληλες πεδιάδες για τη γεωργία, κυρίως στην Κασσωπαία και στην Αμβρακία, στον Βουθρωτό και στον κάτω ρου του Αώου. Οι κλιματολογικές συνθήκες επέβαλαν την εποχιακή μετακίνηση των κτηνοτρόφων από την ενδοχώρα στις δυτικές ακτές και αντίστροφα, ενώ τα ασφαλή λιμάνια, κυρίως στις εκβολές των ποταμών, προσείλκυαν το εμπορικό ενδιαφέρον ήδη από τα υστεροελλαδικά χρόνια, οπότε ιδρύθηκαν εμπορικοί σταθμοί. Κατά τον ύστερο 8° και 7° αι. π.Χ. ίδρυσαν αποικίες πρώτα οι Ηλείοι και στη συνέχεια οι Κορίνθιοι, με σημαντικότερη την Αμβρακία.
Αργυρός δακτύλιος, από την Κερασώνα Πρέβεζας
Την Ηπειρωτική γη κατοικούσαν 14 μεγάλα φύλα, ανάμεσα τους οι Χάονες και οι Ατιντάνες στη σημερινή ΝΔ και ΝΑ Αλβανία αντίστοιχα, οι Μολοσσοί στην κεντρική και οι Θεσπρωτοί στη δυτική Ήπειρο, οι Κασσωπαίοι βόρεια του Αμβρακικού, στα όρια του σημερινού νομού Πρέβεζας. Σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα στην Ήπειρο αστικά κέντρα συγκροτήθηκαν στις περιοχές που κατοικούσαν τα μεγάλα φύλα. Για τη Μολοσσία το γεωγραφικό ανάγλυφο και η πολιτική κατάσταση απέτρεψαν την ίδρυση μεγάλων πόλεων. Στην περιοχή της Κασσωπαίας και της Θεσπρωτίας διακρίθηκαν κύριες πόλεις με πολεοδομική οργάνωση, αλλά και αγροτικά πολισμάτια. Ένας τρίτος τύπος πόλης αντιπροσωπεύθηκε στη Χαονία και στην Ατιντανία. Οι πηγές μαρτυρούν και τα αρχαιολογικά δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι ο Θαρύπας ήταν εκείνος ο οποίος έδωκε αστική μορφή στην πολιτεία, θέσπισε τους νόμους, εισήγαγε την κοινή Ελληνική γραφή και πιθανότατα έκοψε τα πρώτα χαλκά και αργυρά νομίσματα κατά τα αττικά πρότυπα. Προϋπόθεση των μεταρρυθμίσεων ήταν ο συνοικισμός των κωμών σε πόλεις και ο περιτειχισμός τους. Η αλλαγή του πολιτικού προσανατολισμού των Ηπειρωτών και η στροφή τους προς την Αθηναϊκή συμμαχία προκάλεσε ένταση και ανασφάλεια στους αποίκους των Ηπειρωτικών ακτών, τους οποίους οδήγησε βαθμιαία στη συγκρότηση μεγάλων τειχισμένων οικιστικών κέντρων. Συνέπεια της φιλοαθηναϊκής πολιτικής υπήρξε και η επίδραση της Αττικής τέχνης.
Το Ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα της Κασσώπης
Η Αττική θεατρική δημιουργία, ιδιαίτερα η δριμύτητα των λόγων του Ευριπίδη, βρήκε μεγάλη απήχηση στη ζωή των Μολοσσών. Εικάζεται ότι ο Αθηναίος τραγικός ταξίδεψε στην Ήπειρο για τη διδασκαλία της “Ανδρομάχης”, η οποία παρουσιάστηκε πιθανώς στην Πασσαρώνα. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το Μολοσσικό κοινό ήταν σε θέση να συνδέσει τις μυθολογικής τάξης αναφορές των ηρώων της τραγωδίας με δικές του ιστορικές και πολιτικές καταστάσεις. Είναι γνωστόν ότι οι Μολοσσοί δανείζονταν Τρωικά ονόματα των ηρώων των τραγωδιών για τα μυθικά και ιστορικά μέλη της δυναστείας, για τους πολίτες καθώς και για τα τοπωνύμια. Το έργο του Ευριπίδη γνώρισε μεγάλη απήχηση και κατά την Ελληνιστική εποχή, αφού σύμφωνα με επιγραφή από την Τεγέα χρονολογούμενη στο β‘ μισό του 3ου αι. π.Χ. διδάχτηκε στο θέατρο της Δωδώνης κατά την εορτή των Ναϊων το αποσπασματικά σωζόμενο έργο του “Αρχέλαος” καθώς και ο “Αχιλλεύς” του Χαιρήμονος. Ο ηθοποιός που νίκησε στους δραματικούς αγώνες των Ναϊων ήταν ο Απολλογένης από την Αρκαδία. Εξάλλου, την απήχηση της Αττικής τέχνης μαρτυρεί και ο αργυρός δακτύλιος, επίχρυσος κατά τόπους, που βρέθηκε στην Κερασώνα της Πρέβεζας (τέλος του 5ου ή αρχές 4ου αι. π.Χ.) και στον οποίο εικονίζεται μια σκηνή από την Ορέστεια του Σοφοκλή, ο φόνος της Κλυταιμνήστρας από τον Ορέστη.
Στην κεντρική Ήπειρο η Δωδώνη υπήρξε Θεσπρωτική μέχρι του τέλους του 5°” αι. π.Χ., περιέρχεται όμως στους Μολοσσούς στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. Το θέατρο είναι ενταγμένο στον φυσικό χώρο του Ιερού και εντυπωσιάζει με τις μεγάλες του διαστάσεις. Έχει νότιο προσανατολισμό και η χωρητικότητα του υπολογίζεται σε 17000 θεατές περίπου. Διακρίνονται τρεις οικοδομικές φάσεις εκ των οποίων η πρώτη συνδέεται με τον Πύρρο, η δεύτερη με την ανοικοδόμηση του Ιερού μετά την Αιτωλική καταστροφή το 219 π.Χ. και η τρίτη με την ανασυγκρότηση του Ιερού μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση της Ηπείρου το 167 π.Χ. Στην αρχική φάση ανήκει το κοίλο με 55 σειρές εδωλίων, η κυκλική ορχήστρα και η σκηνή με δύο τετράγωνα παρασκήνια και στύλους ενδιάμεσα. Το κοίλο διαιρείται σε τρία τμήματα, ενώ δέκα κλίμακες το διατρέχουν ακτινωτά και το χωρίζουν σε εννέα κερκίδες. Το επιθέατρο με ενδιάμεσες κλίμακες διαιρείται σε διπλάσιο αριθμό κερκίδων. Δύο κλιμακοστάσια εξωτερικά του κοίλου οδηγούσαν τους θεατές από τις δύο παρόδους στα ανώτερα διαζώματα του θεάτρου. Η αποχώρηση διευκολυνόταν από μια πλατιά έξοδο πάνω από την κεντρική κερκίδα, η οποία έκλεινε με κινητό κιγκλίδωμα. Η βάση του βωμού του Διονύσου διατηρείται στο κέντρο της ορχήστρας. Νότια της σκηνής ακολουθεί δωρική στοά με δεκατρείς οκτάπλευρους στύλους, η οποία επικοινωνεί με τη σκηνή με τοξωτή θύρα. Στη δεύτερη περίοδο προστέθηκε στην πρόσοψη της σκηνής λίθινο προσκήνιο με δεκαοκτώ ιωνικούς ημικίονες, το οποίο επικοινωνούσε παραπλεύρως με δύο μικρά παρασκήνια. Στις παρόδους κτίσθηκαν δύο ιωνικά πρόπυλα. Μετά την καταστροφή του 167 π.Χ. ακολούθησαν επισκευές, στα χρόνια όμως του Αυγούστου αφαιρέθηκαν οι δύο πρώτες σειρές των εδωλίων, υψώθηκε τοίχος ο οποίος εξαφάνισε και το ελληνιστικό προσκήνιο, ώστε να σχηματιστεί μια ωοειδής κονίστρα για τις θηριομαχίες των Ρωμαίων.
Η Αμβρακία εκτείνεται κάτω από την πόλη της Άρτας και ιδρύθηκε το 625 π.Χ. από τον Γοργό, γιο του τυράννου της Κορίνθου Κυψέλου. Κατά την κλασική περίοδο η πόλη οικοδομήθηκε σύμφωνα με το “Ιπποδάμειο” σύστημα. Ανάμεσα στα δημόσια κτίρια συμπεριλαμβάνονταν το πρυτανείο και τα δύο θέατρα. Το μικρό θέατρο ή ωδείο επάνω στην κεντρική αρτηρία στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης έφερε στο φως η πρόσφατη ανασκαφική έρευνα στη σημερινή οδό Αγ. Κωνσταντίνου. Η χρονολόγηση του προσδιορίζεται στα τέλη του 4ου ή αρχές του 3ου αι. π.Χ. Διατηρούνται μέρος του κοίλου και των παρόδων, η ορχήστρα, καθώς και το δυτικό τμήμα του στυλοβάτη του προσκηνίου. Το κοίλο στηρίζεται σε επιχωματωμένο πρανές, έχει νότιο προσανατολισμό και τα εδώλια είναι κατασκευασμένα από σκληρό ασβεστόλιθο. Τη σφενδόνη διατρέχουν ακτινωτά δύο κλίμακες και τη διαιρούν σε τρεις κερκίδες με τρεις σειρές εδωλίων στις πλάγιες, τέσσερις στην κεντρική με υποδομή και πέμπτης σειράς. Από τις παρόδους η ανατολική αποκαλύφθηκε σε όλο το πλάτος και το μήκος της, ενώ η δυτική εν μέρει. Η κυκλική ορχήστρα έχει διάμετρο 6,70 μ. Με βάση τα σωζόμενα λείψανα στην πρόσοψη του λίθινου προσκηνίου υπήρχαν έξι ιωνικοί ημικίονες από πρασινωπό αμμόλιθο με ιωνικό επιστύλιο. Το μήκος του υπολογίζεται στα 10 μ. και το ύψος στα 2,40 μ. Κοντά στον υστεροαρχαϊκό ναό του Απόλλωνα, στη σημερινή οδό Τσακάλωφ, αποκαλύφθηκε τμήμα της ορχήστρας διαμέτρου 9 μ., η οποία στηριζόταν σε λίθινο τόξο, μέρος της δυτικής παρόδου και του αναλημματικού τοίχου της ίδιας πλευράς, καθώς και λίγες βάσεις λίθινων εδωλίων του μεγάλου θεάτρου της Αμβρακίας (ίσως του τέλους του 4ου ή αρχών του 3ου αι. π.Χ.) Πιθανώς στο κοίλο υπήρχαν και ξύλινα εδώλια που τοποθετούνταν στον κατάλληλα λαξευμένο φυσικό βράχο.
Η Κασσώπη, το όνομα της οποίας σχετίζεται με το εθνικό Κασσωπαίος, ιδρύθηκε με συνοικισμό των κωμών της Κασσωπαίας 4ου αι. π.Χ. και ακολουθούσε τον τύπο της περιτειχισμένης πόλης. Κτίσθηκε με το Ιπποδάμειο σύστημα σύμφωνα με το οποίο είκοσι παράλληλοι δρόμοι με άξονα από Β προς Ν διασταυρώνονταν με δύο κάθετους δρόμους με άξονα από Α προς Δ και διαιρούσαν την πόλη σε 60 οικοδομικές νησίδες. Στην πολιτική αγορά, η οποία καταλάμβανε έναν ορθογώνιο χώρο στη ΝΑ γωνία της πόλης, νότια της κεντρικής αρτηρίας, οι Κασσωπαίοι οικοδόμησαν τα δημόσια κτίρια τους. Προς τα δυτικά υπήρχε το πρυτανείο, χρονολογούμενο πιθανώς στο β’ μισό του 3ου αι. π.Χ., το οποίο ανοικοδομήθηκε πρόχειρα κατά την ύστερη ελληνιστική περίοδο, ενώ ο κάθετος δρόμος μπροστά από το πρυτανείο διαμορφώθηκε σε δωρική στοά στο α’ μισό του 2ου αι. π.Χ. Τη βόρεια πλαισίωση της αγοράς αποτελούσε η δωρική στοά (τέλη του 3°” αι. π.Χ.) που κτίσθηκε πάνω σε αρχαιότερο στωικό οικοδόμημα (4ος – 3°ς αι. π.Χ.), η μορφή του οποίου δεν προσδιορίζεται επακριβώς. Πίσω από τη βόρεια στοά κατασκευάστηκε στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. ένα μεγάλο κτίριο το οποίο είχε την κάτοψη μνημειακής οικίας με περίστυλη αυλή στο κέντρο και στέγαζε τον δημόσιο ξενώνα (Καταγώγιο). Οι πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως κάτω από το ελληνιστικό Καταγώγιο ένα άλλο οικοδόμημα (του τέλους του 4ου ή των αρχών του 3ου αι. π.Χ.), ίσως ένα παλιότερο Καταγώγιο με αυλή στο κέντρο και στοές το οποίο στέγαζε την εμπορική αγορά της πόλης.
Τοπογραφικό της Γιτάνης
Ένα μικρό θέατρο που χρησίμευε και ως βουλευτήριο ιδρύθηκε στη ΝΑ πλευρά της αγοράς.Το κοίλο (διαμ. 46 μ.) προσανατολισμένο δυτικά απαρτιζόταν από εικοσιδύο σειρές εδωλίων, ενώ πέντε κλίμακες το διέτρεχαν ακτινωτά σε όλο το ύψος του και το διαιρούσαν σε έξι κερκίδες. Η χωρητικότητα του υπολογίζεται περίπου σε 2000-2500 άτομα και οικοδομήθηκε πιθανότατα στον 3° αι. π.Χ. Η σκηνή στα δυτικά της ορχήστρας ήταν ορθογώνια με δύο παρασκήνια που πρόβαλλαν στην κατεύθυνση της ορχήστρας και πλαισίωναν το λίθινο προσκήνιο. Στην πρόσοψη του προσκηνίου ο ανασκαφέας αποκάλυψε τα θεμέλια τεσσάρων λίθινων πεσσών. Ένα στωικό οικοδόμημα με δεκαπέντε κίονες στο εσωτερικό και δεκατρείς στην πρόσοψη, τα άκρα του οποίου ήταν κλειστά, υπήρχε ανατολικά του μικρού θεάτρου. Στους πρόποδες του υψηλότερου λόφου, πάνω από τα ιδιωτικά σπίτια και στον άξονα της αγοράς οικοδομήθηκε στη ΒΔ γωνία της πόλης το μεγάλο θέατρο. Έχει βορειοανατολικό προσανατολισμό και ο θεατής αποκτά πανοραμική θέα του κόλπου της Νικόπολης και εν μέρει του Ιονίου πελάγους. Κατολισθήσεις βράχων προκάλεσαν σημαντικές βλάβες στο κοίλο. Η ορχήστρα του θεάτρου δεν σχημάτιζε πλήρη κύκλο, αλλά τόξο μεγαλύτερο από το ημικύκλιο. Δύο πολυγωνικά αναλήμματα ενισχυμένα με αντηρίδες στήριζαν την πρόσοψη του κοίλου, του οποίου η διάμετρος βάσης μετρούσε 19 μ., ενώ η διάμετρος κορυφής υπολογίζεται σε 82 μ. Ένα οριζόντιο διάζωμα διαιρούσε το κοίλο σε δύο τμήματα με εικοσιδύο σειρές εδωλίων το κατώτερο και δώδεκα το ανώτερο. Οι έντεκα κλίμακες που διέτρεχαν ακτινωτά το κοίλο το διαιρούσαν σε δέκα κερκίδες. Το σκηνικό οικοδόμημα ήταν ορθογώνιο με δύο παρασκήνια που προεξείχαν προς την κατεύθυνση της ορχήστρας. Ανάμεσα τους υπήρχε το προσκήνιο με κιονοστοιχία την οποίαν αποτελούσαν έξι κίονες. Αναφορικά με τη χωρητικότητα φαίνεται ότι επαρκούσε για 6000 θεατές. Το θέατρο συγγενεύει τυπολογικά με το θέατρο της Δωδώνης και χρονολογείται στον 3° αι. π.Χ.
Ανατολικά της Βέλιανης στην περιοχή της Παραμυθιάς και στις πλαγιές του βουνού Κορίλας, σε ένα ευρύχωρο επίπεδο, εκτείνονται τα ερείπια της αρχαίας Ελέας, πρωτεύουσας της Ελεάτιδος της Θεσπρωτίας, η οποία οικοδομήθηκε περίπου το 360-350 π.Χ. ακολουθώντας το ευθύγραμμο σύστημα. Δύο στωικά κτίρια και ένα μικρό θέατρο των Ελληνιστικών χρόνων εντός του περιβόλου του οικισμού βεβαιώνουν για την ύπαρξη της αγοράς στον ανατολικό τομέα της πόλης και υποδεικνύουν την Ελέα ως πολιτικό κέντρο των Θεσπρωτών. Από το θέατρο σώζονται λίγα εδώλια του κοίλου, που ήταν προσανατολισμένο δυτικά-νοτιοδυτικά, και ίχνη από την τοιχοδομία της σκηνής. Η χωρητικότητα του υπολογίζεται σε 3000-4000 θεατές.
Η αρχαία Γιτάνη (Γκούμανη) στη δεξιά όχθη του Καλαμά κτίσθηκε μετά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Αποτελούσε το δεύτερο πολιτικό κέντρο των Θεσπρωτών, όταν η περιοχή της Κεστρίνης βόρεια του Καλαμά περιήλθε στους Θεσπρωτούς. Η πολεοδομική ανάπτυξη ακολουθούσε το ευθύγραμμο σύστημα σε συνδυασμό με στενότερους δρόμους και η έκταση της πόλης υπολογίζεται ότι επαρκούσε για 8000 κατοίκους περίπου. Στο υπερυψωμένο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης διαμορφώθηκε η αγορά, η οποία απομονώθηκε με εσωτερικό περίβολο. Για να ανταποκριθεί στις αυξημένες πολιτικές ανάγκες η πόλη οικοδόμησε μικρό θέατρο εκτός του εσωτερικού περιβόλου. Ήταν προσανατολισμένο δυτικά. Σώζονται ελάχιστα λείψανα των εδωλίων και των αναλημματικών τοίχων. Η χωρητικότητα του θα ανερχόταν σε 4000 – 5000 θεατές περίπου.
Το μικρό θέατρο της Αμβρακίας
Η Βυλλίς, η πρωτεύουσα των Βυλλιόνων, ιδρύθηκε στη δεξιά όχθη του Αώου στη θέση Γράδιστα, κοντά στο Μπέλσι της Νότιας Αλβανίας. Η πόλη ακολουθούσε το ιπποδάμειο σύστημα και διέθετε στο Β τμήμα της οχυρωμένη ακρόπολη με αγορά, η οποία πλαισιωνόταν με πρυτανείο, νυμφαίο και στοά. Η αγορά στη δυτική πλαγιά διέθετε θέατρο ψηλότερα και στάδιο στο κατώτερο επίπεδο, ενώ το ΒΔ τμήμα της καταλάμβαναν δύο στωικά κτίρια. Το θέατρο της Βύλλιδος ιδρύθηκε στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. και περιλάμβανε δύο διαζώματα με είκοσι σειρές εδωλίων χωρητικότητας γύρω στους 7000 θεατές . Η ορχήστρα είχε διάμετρο 22μ. Η σκηνή διαρθρωνόταν με δωρική κιονοστοιχία στην πρόσοψη και προσκήνιο με ιωνική στοά. Εκατέρωθεν δύο τοξωτές πύλες κοσμούσαν τις εισόδους των παρόδων. Το θέατρο του Βουθρωτού ιδρύθηκε σε περιτειχισμένο χώρο στην κλιτύ της ακρόπολης στην όχθη της ομώνυμης λίμνης, όπου οργανώθηκε και η αγορά με στοές και άλλα δημόσια οικοδομήματα κατά τον 3° αι. π.Χ. Είχε κοίλο μεγάλης χωρητικότητας και κυκλική ορχήστρα με κιονόσχημη θυμέλη. Στα λίθινα εδώλια και στους τοίχους των παρόδων είχαν αναγραφεί απελευθερωτικά ψηφίσματα.
Η διασπορά των θεάτρων στις Ηπειρωτικές πόλεις είτε πρόκειται για μεγάλες κατασκευές, όπως το θέατρο της Δωδώνης, είτε για μικρότερες ανταποκρινόμενες στις ανάγκες των πόλεων, σε συνδυασμό με τις επιγραφικές μαρτυρίες βεβαιώνουν την επέκταση της θεατρικής δραστηριότητας εκτός της Αττικής. Κατά την ελληνιστική εποχή ήταν καθιερωμένοι οι δραματικοί αγώνες μεταξύ των ηθοποιών, που έπαιζαν έργα του 5ου αι. π.Χ. Η σπουδαιότητα του επαγγέλματος του ηθοποιού καταδεικνύεται και από τη θέσπιση ειδικών βραβείων. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η δημοτικότητα τους ξεπερνούσε εκείνη των ποιητών. Μάλιστα από τον 3° αι. π.Χ. οι σκηνικοί και οι θυμελικοί τεχνίτες – ποιητές, ηθοποιοί, μουσικοί, μέλη του χορού και χοροδιδάσκαλοι – σχημάτισαν συντεχνίες με το όνομα “τεχνίται Διονύσου” τα μέλη των οποίων προέρχονταν από όλη την Ελλάδα, την οποίαν περιόδευαν και ενίοτε οι αμοιβές τους, κυρίως των ηθοποιών, ήταν ιδιαίτερα υψηλές. Ο 3ος αιώνας π.Χ. ήταν η εποχή της μεγάλης ακμής για τους Ηπειρώτες και σημαδεύτηκε από τη δράση των μεγάλων βασιλέων, όπως ο Πύρρος. Η Αμβρακία αναδείχθηκε σε καλλιτεχνικό κέντρο, ενώ σπουδαίοι Αμβρακιώτες “τεχνίται Διονύσου”, ανάμεσα τους ο ηθοποιός Ίππασος, οι κωμωδοί Δαμότιμος, Επίτιμος και Φίλων εμφανίσθηκαν και διακρίθηκαν στα Αμφικτυονικά Σωτήρια των Δελφών και σε αγώνες υποκριτών στη Δήλο. Ο Ξενοκράτης, Αμβρακιώτης κιθαρωδός, θαυμάστηκε στη Δήλο για την τέχνη του, ενώ στην Αθήνα διακρίθηκε ο αυλητής χορού ανδρών Νικοκλής. Σε επιγραφή από τη Δωδώνη αναγράφεται το όνομα του τραγωδού Φιλέτα. Οι αρχαίες πηγές μαρτυρούν και άλλους Αμβρακιώτες καλλιτέχνες, όπως ο μουσικός Επίγονος, και ο ποιητής της Μέσης Κωμωδίας, Επικράτης. Ο μεγάλος αριθμός των θεατρικών οικοδομημάτων, οι επιγραφικές μαρτυρίες για τους Διονυσιακούς τεχνίτες, καθώς και άλλα έργα της μικροτεχνίας βεβαιώνουν για την απήχηση και τη σημασία της θεατρικής πράξης και στο βορειοδυτικό τμήμα του ελληνικού κόσμου. Όταν η πολιτική και οικονομική ζωή αποδυναμώνονται στην αρχαία Ήπειρο εξαιτίας της ρωμαϊκής κατάκτησης, η θεατρική δραστηριότητα εξακολουθεί να αποτελεί σταθερό στοιχείο των Ηπειρωτών. Μίμοι, μουσικοί, ηθοποιοί, ακροβατιστές συμμετέχουν σε μεγάλες γιορτές, όπως τα Νάια, ενώ στη Νικόπολη η ανέγερση του Ωδείου αύξησε τις δυνατότητες για κάθε είδους παράσταση.
Νίκος Κατσικούδης
Πηγή: ΓΙΑΝΝΕΝΑ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΕΥΕΡΓΕΤΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου