Ποιοι προωθούν τα «μεταλλαγμένα»; Τα προωθούν πολυεθνικές εταιρείες, κυρίως αμερικάνικες (Monsando, Aventis, Du Pont, Zeneca), όπως και ευρωπαϊκές (Sygenta, Bayer, κ.α) και άλλων χωρών που παράγουν «γενετικά τροποποιημένο» πολλαπλασιαστικό υλικό, το οποίο κατοχυρώνουν με «πατέντες» και το διαθέτουν σε παραγωγούς με συμβόλαια, επιδιώκοντας το μέγιστο κέρδος. Οι πιο πάνω πολυεθνικές έχουν τη στήριξη του ΠΟΕ, καθώς και ορισμένων κυβερνήσεων, πρώτα απ’ όλα των ΗΠΑ, που πιέζουν προς κάθε κατεύθυνση για πλήρη άρση των εμποδίων στην παραγωγή και εμπορία τους. Με τον έλεγχο του «γενετικού υλικού», πολυεθνικές και μεγάλες χώρες, αποκτούν «στρατηγικό πλεονέκτημα» και θέτουν υπό, ιδιόμορφη ομηρία, χώρες, λαούς, παραγωγούς και καταναλωτές.
Ο πρώτος ρόλος σ’ αυτήν την εκστρατεία επιβολής των ΓΤΟ ήταν ασφαλώς στην αμερικανική Monsando, η οποία εύστοχα χαρακτηρίστηκε ως η Microsoft της βιοτεχνολογίας στη γεωργία ( The New York Times Magazine, 28.10.98.). Μετά την καθιέρωσή της στις ΗΠΑ, με μια καταιγιστική διαφημιστική καμπάνια, κόστους 1,6 εκατ. δολαρίων, η εταιρεία επιχείρησε το 1998 να κάμψει όλες τις αντιδράσεις στην Ευρώπη και να πείσει ότι η γενετική μηχανή- και κατ’ επέκταση οι εφαρμογές της στη γεωργία- είναι η λύση στα προβλήματα του υποσιτισμού της ανθρωπότητας. Ποια είναι όμως αυτή η Monsando; Πρόκειται για την τρίτη σε μέγεθος βιομηχανία των ΗΠΑ. Το 1995 δήλωσε καθαρά έσοδα 739 εκατ. Δολάρια και απ’ αυτά τα 46% προέρχονται από τον αγροτικό τομέα. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 η εταιρεία έχει δαπανήσει σχεδόν 2 δισ δολάρια στην έρευνα και την ανάπτυξη της γενετικής μηχανικής. Η ίδια προβλέπει ότι οι πωλήσεις της σε γενετικά μεταλλαγμένα προϊόντα θα φτάσουν τα 6,6 εκατ. Δολάρια το 2005.
Όμως η Monsando έρχεται από πολύ μακριά. Ίσως κι αυτή η μεγάλη της ιστορία δίνει κάποια εξήγηση για τον επιθετικό χαρακτήρα της σημερινής της καμπάνιας.
Το 1901 ιδρύθηκε από έναν αυτοδίδακτο χημικό, ο οποίος μετέφερε στις ΗΠΑ τη γερμανική τεχνολογία παραγωγής ενός τεχνητού γλυκαντικού, της ζαχαρίνης.
Τη δεκαετία του ’20 η Mosando αναδεικνύεται σε μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες χημικών και φαρμάκων της χώρας.
Από το 1962 εως το 1971 ο στρατός των ΗΠΑ έκανε χρήση «ζιζανιοκτόνου» Agent Orange στο Βιετνάμ, με στόχο να αποψιλώσει τη βλάστηση της ζούγκλας που προστάτευε τους Βιετκόνγκ και να καταστρέψει τη σοδειά τους. Την παραγωγή του ανέλαβαν οι μεγαλύτερες χημικές βιομηχανίες της χώρας, ανάμεσά τους ασφαλώς και η Monsando. Φυσικά δεν επρόκειτο για απλό ζιζανιοκτόνο, αλλά για ένα ισχυρότατο τοξικό που προκάλεσε άγνωστο αριθμό θυμάτων, όχι μόνο μεταξύ των εχθρών αλλά και στον αμερικανικό στρατό. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της μεταπολεμικής περιόδου. Έπειτα από μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα, τα δικαστήρια των ΗΠΑ επεδίκασαν το 1984 το ποσό των 180 εκατ. Δολαρίων σε 250.000 δικαιούχους και τις οικογένειες τους από το ποσό αυτό το 45% υποχρεώθηκε να πληρώσει η Mosando, διότι η δική της παραγωγή είχε πολύ υψηλότερες τιμές συγκέντρωσης διοξίνης από την παραγωγή όλων των άλλων εταιρειών.
Το πρώτο σημαντικό βήμα της Monsando προς τη βιοτεχνολογία είναι η παραγωγή της αυξητικής ορμόνης για βοοειδή (BGH και BST) . Η ορμόνη υποτίθεται ότι σχεδιάστηκε για να αυξάνει το γάλα των αγελάδων, όμως στις ΗΠΑ υπήρχε πλεόνασμα γάλακτος. Επιστημονικές έρευνες μετά τη χρήση της ορμόνης διαπίστωσαν ότι προκαλείται μαστίτιδα στα ζώα. Μόλις πριν από λίγους μήνες δημοσιεύτηκαν και μελέτες που ενοχοποιούν το γάλα με BGH όσον αφορά την πρόκληση του καρκίνου του προστάτη και του μαστού. Για να πάρει την τελική άδεια του αρμόδιου φορέα, του FDA, το 1994, η εταιρεία φρόντισε να αξιοποιήσει ορισμένα στελέχη του δημοσίου αυτού ελεγκτικού μηχανισμού, τα οποία, κατά σύμπτωση, διετέλεσαν και δικοί τους υπάλληλοι. Το σημαντικότερο προϊόν της εταιρείας είναι το Roundup, παρασιτοκτόνο, με τις μεγαλύτερες πωλήσεις. Πρόκειται για το τελευταίο μιας σειράς φυτοφαρμάκων. Το 1997, έπειτα από 5 χρόνια αγώνων η Monsando υποχρεώθηκε να αποσύρει τις διαφημίσεις της που υποστηρίζουν ότι το παρασιτοκτόνο Roundup είναι βιοδιασπώμενο και φιλικό προς το περιβάλλον.
Το απαραίτητο συμπλήρωμα του παρασιτοκτόνου είναι οι μεταλλαγμένοι σπόροι της σόγιας η παραγωγή τους προδιαθέτει τη μεταλλαγή ων φυσικών σπόρων με την μεσολάβηση βακτηρίων και ιών. Το δεύτερο βήμα είναι η ανάμιξη της μεταλλαγμένης σόγιας με τη φυσική και η προώθηση τους στην αγορά.
Η ολοκλήρωση του σχεδίου παίρνει μορφή με την ανάπτυξη της πιο πρόσφατης τεχνολογίας της Monsando, της λεγόμενης πατέντας Terminator. Αυτή η τεχνική εξασφαλίζει την στειρότητα των σπόρων της σόγιας. Οι παραγωγοί αγοράζουν τα προϊόντα της έτσι υποχρεώνονται να καταβάλλουν κάθε χρόνο το τίμημα για την αγορά των σπόρων, εφόσον δεν είναι δυνατόν να κρατήσουν κάποιο μέρος από τους σπόρους που προέρχονται από δική τους παραγωγή. Η πατέντα Terminator είναι αποκαλυπτική για την στρατηγική των αγροβιομηχανικών κολοσσών. Μέσο της γενετικής μηχανικής ιδιοποιούνται τις δυνατότητες αναπαραγωγής και πολλαπλασιασμού των ζώντων οργανισμών, κάτι που μέχρι σήμερα ήταν κοινό κτήμα της ανθρωπότητας. Σύμφωνα με τις έρευνες της κοινής γνώμης τις οποίες χρηματοδότησε η Mosando, η πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών διατηρεί τις επιφυλάξεις της και απαιτεί τουλάχιστον να έχει την δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ γενετικά μεταλλαγμένων και φυσικών προϊόντων. Όμως στις ΗΠΑ η υπόθεση της γενετικής μηχανικής έχει ήδη κερδιθεί από τις εταιρείες. Ο ίδιος ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Αλ Γκορ κάνει δηλώσεις υπέρ του ζιζανιοκτόνου Roundup και ο πρόεδρος Κλίντον τηλεφωνεί στον βρετανό πρωθυπουργό για να τον πιέσει να αποδεχτεί την παρουσία της Monsando στην Βρετανία.
Η Mosando είναι μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής φυτοφαρμάκων στον κόσμο. Κατά τα τελευταία 2 χρόνια δαπάνησε πάνω από 600 εκατ. Δολάρια για να θέσει υπό τον έλεγχο της τις άλλες εταιρείες σπόρων και βιοτεχνολογίας και σήμερα είναι η μεγαλύτερη βιομηχανία σ’ αυτόν τον τομέα. Ο κύριος στόχος της είναι να αναπτύξει καλλιέργειες που θα αντέχουν υψηλότερες δόσεις του Roundup.
Αντί να τείνει χείρα βοηθείας προς τους αγρότες, η Monsando τους απειλεί με μηνύσεις και φυλακή.
Αντί να αναπτύξει μια τεχνολογία που θα θρέψει τον κόσμο, η Monsando χρησιμοποιεί τη γενετική μηχανική για να εμποδίσει τους γεωργούς να ξανασπείρουνε το σπόρο τους ξόδεψε 18 δις. δολλάρια για να αγοράσει μια εταιρεία η οποία κατείχε μια πατέντα γνωστή ως «τεχνολογία εξολοθρευτή». Πρόκειται για σπόρους οι οποίοι σπείρονται μόνο μια φορά. Ο μοναδικός λόγος ανάπτυξης αυτής της τεχνολογίας είναι να υποχρεώνει τους αγρότες να καταφεύγουν στο μαγαζί της Monsando κάθε χρόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου